αποχαλινώνομαι

αποχαλινώνομαι
-ώθηκα, -ωμένος, ρίχνομαι στην ασωτεία: Αποχαλινωμένος είχε ριχτεί σε κάθε είδους παραλυσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποχαλινώνομαι — αποχαλινώνομαι, αποχαλινώθηκα, αποχαλινωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσεκτραχηλίζω — Α 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από τον τράχηλο προς τα εμπρός επιπροσθέτως 2. καταρρίπτω, κατακρημνίζω επιπροσθέτως 3. παθ. προσεκτραχηλιζομαι μτφ. εκτραχηλίζομαι ακόμη πιο πολύ, αποχαλινώνομαι περισσότερο («εἰς πάθος προσεκτραχηλίζεσθαι», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”